-
1 καθαρεύοντες
καθαρεύωto be clean: pres part act masc nom /voc pl -
2 καθαρεύω
A to be clean or pure, Pl.Phd. 58b, Lg. 759c, Phld.Lib.p.9O., Porph.Abst.4.6; of sifted grain, PPetr.2p.2 (iii B.C.): c. gen., to be clean or free from, ; [ κακιῶν] Phld.Rh.1.218S.;ἁμαρτημάτων Plu.Cat.Mi.24
;ὀνείδους Luc.Am. 22
; κ. πυρετοῦ to be free from fever, Gal.7.503: hence ἡμέραι -εύουσαι ibid.; κ. ἀπ' αὐτοῦ (sc. τοῦ σώματος) Pl.Phd. 67a; κ. γνώμῃ to be pure or clean in mind, Ar.Ra. 355;περί τι Plb.6.56.15
.2 Rhet., of a writer, to be pure, correct in language,κ. τὴν διάλεκτον D.H. Lys.2
; οἱ καθαρεύοντες purists, Hdn.Gr.2.224.3 Gramm., to be preceded by a vowel, to be 'pure' (cf.καθαρός 1.5b
), A.D.Pron.99.24, Theodos.Can.p.70H.; contain a 'pure' syllable, Hdn.Gr.2.923, Id. ap.Eust.1859.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρεύω
См. также в других словарях:
καθαρεύοντες — καθαρεύω to be clean pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρεύω — (AM καθαρεύω) [καθαρός] είμαι καθαρός (ν.εοελλ.) μιλώ ή γράφω σε καθαρεύουσα γλώσσα, είμαι καθαρευουσιάνος αρχ. 1. είμαι αθώος («ἱερέα φόνου καθαρεύοντα και δεσμοῡ και φυγῆς», Πλάτ.) 2. είμαι αγνός («νόμος ἐστὶν αὐτοῑς τῷ χρόνῳ τούτῳ καθαρεύειν… … Dictionary of Greek